- αγλωσσία
- ηκατάσταση κατά την οποία ένα άτομο δεν μπορεί να εκφραστεί σωστά στη μητρική του γλώσσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγλωσσία — η (Α ἀγλωσσία) [ἄγλωσσος] 1. νεοελλ. η απουσία γλώσσας γενικά 2. ειδικότερα, η δυσχέρεια στη γλωσσική έκφραση, που οφείλεται στην έλλειψη επαρκούς και συνεπούς γλωσσικού οργάνου αρχ. η έλλειψη ευφράδειας, ευγλωττίας … Dictionary of Greek
άγλωσσος — η, ο (Α ἄγλωσσος, ον) αυτός που δεν έχει γλώσσα αρχ. 1. άφωνος, άλαλος 2. βάρβαρος, βαρβαρόφωνος 3. αυτός που στερείται ευγλωττίας, που δεν έχει ευχέρεια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀγλωσσία] … Dictionary of Greek